δαιμονίη

δαιμονίη
δαιμόνιος
of
fem nom/voc sg (epic ionic)
δαιμονιάω
to be possessed of a God
pres imperat act 2nd sg (doric)
δαιμονιάω
to be possessed of a God
imperf ind act 3rd sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δαιμονίῃ — δαιμόνιος of fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • НАКСОС —    • Naxos,          Νάξος,        1. самый большой из цикладских островов (5 кв. миль), в поэзии называемый Dia и Strongyle (круглый), на восток от Пароса и, так же как и этот остров, состоит большею частью из белого мрамора. Плодородие почвы… …   Реальный словарь классических древностей

  • δαιμόνιος — α, ο (AM δαιμόνιος, α, ον, Α και δαιμόνιος, η, ον και δαιμόνιος, ον) [δαίμων] Ι. αυτός που προέρχεται από δαίμονα ή ανήκει σε δαίμονα (αρχ. νεοελλ.) έξοχος, υπέροχος αρχ. μσν. υπερφυσικός, θεϊκός αρχ. (στην επική γλώσσα) η κλητ. δαιμόνιε,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”